σπονδυλοπλευρικός

σπονδυλοπλευρικός
-ή, -ό, Ν
1. (ανατ.-ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ταυτόχρονα στους σπονδύλους και στις πλευρές
2. φρ. «σπονδυλοπλευρικές αρθρώσεις»
ανατ. οι διαρθρώσεις μεταξύ τής κεφαλής καθεμιάς από τις 10 ανώτερες πλευρές με τα ημιγλήνια δύο κάθε φορά γειτονικών θωρακικών σπονδύλων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”